-
1 βίος
βῐος (βίου, -ῳ, -ον)1 lifea span, length of life.μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
ταύτας δὲ μήποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (i. e. = γονέας πεπρωμένον βίον διάγοντας) P. 6.27 δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον (Tricl: βιότου codd.) I. 8.15ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.117
μηδἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν sc. the initiate in the Eleusinian mysteries fr. 137. [ βίου (codd.: βιότου Donaldson) I. 4.5].b way of life. ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον sc. Tantalos O. 1.59βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς P. 8.75
c livelihood. ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβό-μεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский